- συναποκληρώνω
- συναποκληρῶ, -όω, ΝΜΑνεοελλ.αποκληρώνω κάποιον μαζί με κάποιον άλλονμσν.-αρχ.εκλέγω ή διορίζω κάποιον με κλήρο μαζί με κάποιον άλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀποκληρῶ, -ώνω «εκλέγω κάποιον με κλήρο, αποκλείω κάποιον από την κληρονομική μερίδα που τού ανήκει»].
Dictionary of Greek. 2013.